- καγκελώνω
- [κάγκελο]διαχωρίζω ή περιβάλλω με κάγκελα, κιγκλιδώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καγκελώνω — καγκέλωσα, καγκελώθηκα, καγκελωμένος, καγκελοφράζω, περιβάλλω με κάγκελα: Πολλά εξοχικά σπίτια είναι καγκελωμένα ολόγυρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακαγκέλωτος — η, ο αυτός που δεν έχει κάγκελα, που δεν είναι περιφραγμένος ή διακοσμημένος με κάγκελα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + καγκελωτός < καγκελώνω] … Dictionary of Greek